Εγκυμοσύνη

Εγκυμοσύνη: Σε τι κινδύνους οδηγεί η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις;

Θα μπορούσε ο αυξημένος Δείκτης Μάζας Σώματος κάποιων παιδιών στην εφηβεία να σχετίζεται με προγεννητική τους έκθεση ως έμβρυα σε φθαλικές ενώσεις, από προϊόντα που χρησιμοποιούσε η μητέρα; Μπορεί να ακούγεται απίθανο, όμως μελέτες μας δείχνουν μια άλλη διάσταση, όπως θα δείτε παρακάτω.

Τι είναι οι φθαλικές ενώσεις;

Οι φθαλικές ενώσεις, ή αλλιώς φθαλικοί εστέρες, είναι χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται συνήθως ως πλαστικοποιητές (προσδίδουν ευλυγισία σε πλαστικά από πολυβινυλοχλωρίδιο) σε μια ποικιλία καταναλωτικών προϊόντων, όπως βερνίκια, παιχνίδια, καλλυντικά, συσκευασίες τροφίμων, ρούχα, κλπ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καθημερινή έκθεση των ανθρώπων όλων των ηλικιών σε φθαλικές ενώσεις.

Επιπλέον, οι φθαλικές ενώσεις μπορούν με την πάροδο του χρόνου να διαρρεύσουν στο περιβάλλον και ως συνέπεια να βρίσκονται παντού, στον αέρα, στα τρόφιμα, κλπ. Μελέτες έχουν δείξει πως η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία και ιδιαίτερα για τη φυσιολογική ανάπτυξη σε μικρές ηλικίες.

Η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις έχει αποδειχθεί πως μπορεί να ξεκινήσει από τη μήτρα, καθώς οι ενώσεις αυτές έχουν την ικανότητα να διεισδύουν μέσου του φραγμού του πλακούντα και ως αποτέλεσμα να επηρεάζουν την υγεία του βρέφους. Συγκεκριμένα, η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις κατά την εγκυμοσύνη έχει συσχετιστεί με τον αυξημένο κίνδυνο παιδικού άσθματος και τον υψηλό δείκτη μάζας σώματος στα παιδιά.

Για το λόγο αυτό η χρήση ορισμένων φθαλικών ενώσεων έχει ήδη απαγορευτεί σε ορισμένα καταναλωτικά προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πώς σχετίζεται η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις με την πνευμονική λειτουργία;

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Environmental Pollution, προσπάθησε, μέσω της ανάλυσης δεδομένων από 641 μητέρες και τα παιδιά τους, να ρίξει φως στις επιπτώσεις που έχει η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις κατά την εγκυμοσύνη.

Στα πλαίσια της μελέτης συλλέχθηκαν δείγματα ούρων από τις μητέρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση της έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις. Στη συνέχεια, αξιολογήθηκε η πνευμονική λειτουργία των παιδιών και διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους μεταξύ των 4 με 11 ετών.

Τα αποτελέσματα έδειξαν παρουσία και των 9 μεταβολιτών φθαλικών ενώσεων, που μελετήθηκαν, σε όλα τα δείγματα που λήφθηκαν από τις έγκυες γυναίκες. Επιπλέον, σε κάθε στάδιο ανάπτυξης των παιδιών παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις και της μειωμένης πνευμονικής λειτουργίας. Ωστόσο, οι συσχετίσεις αυτές που παρατηρήθηκαν ήταν σημαντικές μόνο σε μικρότερες ηλικίες, γεγονός το οποίο υποδηλώνει πως οι επιδράσεις των ενώσεων αυτών στη λειτουργία των πνευμόνων πιθανότατα μειώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Πώς σχετίζεται η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις με τον υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος;

Μια άλλη μελέτη, πρόσφατα δημοσιευμένη στο περιοδικό Environment International, ανακάλυψε μια σχέση μεταξύ της προγεννητικής έκθεσης στη φθαλική ένωση βενζοφαινόνη-3 (BP3) και του υψηλότερου δείκτη μάζας σώματος και διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε παιδιά στην ηλικία των 11 ετών.

Η βενζοφαινόνη-3 (BP3) είναι ένα κοινό συστατικό πολλών καλλυντικών και αντηλιακών, λόγω της ικανότητάς της να φιλτράρει τις υπεριώδεις ακτίνες του ηλιακού φωτός. Παρόλα αυτά, ανήκει στην ομάδα των φαινολών με αποτέλεσμα να επηρεάζει το ορμονικό σύστημα του ανθρώπου, προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.

Στα πλαίσια της μελέτης αυτής, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 1.015 ζευγάρια μητέρας-παιδιού. Συγκεκριμένα, δείγματα ούρων συλλέχθηκαν κατά το πρώτο και τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης, ενώ όταν τα παιδιά έφτασαν την ηλικία των 11 ετών μετρήθηκε ο δείκτης μάζας σώματος και η αρτηριακή πίεση τους.

Από τους οκτώ μεταβολίτες φθαλικών ενώσεων, που μελετήθηκαν, παρατηρήθηκε συσχέτιση μόνο μεταξύ της βενζοφαινόνης-3 (BP3) και του αυξημένου δείκτη μάζας σώματος και αρτηριακής πίεσης σε παιδιά στην προεφηβεία.

Τα ευρήματα αυτά τονίζουν τη σημασία της επιβολής αυστηρότερων περιορισμών στη χρήση φθαλικών ενώσεων σε ορισμένα προϊόντα, καθώς η έκθεση σε αυτά τόσο κατά τα εμβρυϊκά και νεογνικά στάδια, όσο και κατά την εφηβεία, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ενδοκρινικές διαταραχές.