Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει το ύψος είναι και οι παθήσεις του ενδοκρινολογικού συστήματος. Όταν υπάρχουν ενδείξεις υποθυρεοειδισμού ή ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, ο παιδίατρος θα ζητήσει έναν πλήρη εργαστηριακό έλεγχο βάσει της κλινικής εξέτασης που διενήργησε. Η αιμοληψία εδώ κρίνεται απαραίτητη.

Μια δεύτερη εξέταση που διενεργείται είναι ο υπολογισμός της οστικής ηλικίας. Η εξέταση αυτή είναι απλή και ανώδυνη. Η εξέταση περιλαμβάνει την ακτινογραφία του αριστερού χεριού (καρπού, παλάμης και δακτύλων) και την αξιολόγησή της από ακτινολόγο ή παιδοενδοκρινολόγο για την εκτίμηση της οστικής ηλικίας, που προσδιορίζει την ωρίμανση του σκελετού. Όταν η χρονολογική ηλικία είναι μεγαλύτερη της οστικής, τότε υπάρχει δυνατότητα να αυξηθεί το ύψος του παιδιού, υπό τις κατάλληλες αναπτυξιακές συνθήκες. Το γονιδιακό προφίλ για το κοντό ανάστημα και οι σκελετικές δυσπλασίες δεν προκαλούν καθυστέρηση της οστικής ηλικίας, εν αντιθέσει με την ανεπάρκεια ορμονών που δύναται να προκαλέσει έως και μεγάλη καθυστέρηση της οστικής ηλικίας και απαιτείται η χορήγηση κατάλληλης θεραπείας για τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού.

Να σημειώσουμε εδώ ότι όλες αυτές οι εξετάσεις απαιτούνται στις περιπτώσεις παιδιών που υπάρχουν ενδείξεις ότι το ανάστημά τους μπορεί να είναι παθολογικό. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν χρειάζεται ένα παιδί να επιβαρύνεται ψυχολογικά και σωματικά με εξετάσεις που δεν είναι απαραίτητες. Ο παιδίατρος βάσει των κλινικών στοιχείων (φαινοτυπική εικόνα του παιδιού, βραχυσωμία, σκελετικές δυσπλασίες, γενετικά σύνδρομα κλπ) και του ιστορικού του παιδιού (πχ χρόνια νόσος ή χρόνια λήψη ορισμένων φαρμάκων) είναι σε θέση να κρίνει και να διατάξει τον κατάλληλο εργαστηριακό έλεγχο.