Καρκίνος

Γαλακτοκομικά και βόειο κρέας: Περιέχουν σωματίδια που προκαλούν καρκίνο και σκλήρυνση κατά πλάκας;

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το βοδινό κρέας, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της δυτικής διατροφής. Ευρήματα ερευνών δείχνουν ότι σωματίδια που υπάρχουν στα γαλακτοκομικά προϊόντα και το βόειο κρέας, δημιουργούν ένα είδος παθογόνου, που μπορεί να μολύνει τους ανθρώπους κατά την βρεφική και παιδική τους ηλικία και να προκαλέσει, 40 έως 70 χρόνια αργότερα, καρκίνο ή σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ).

Τα γαλακτοκομικά και το κόκκινο κρέας αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου;

Πολυάριθμες μελέτες από όλο τον κόσμο, δείχνουν ότι η κατανάλωση κόκκινου κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων συσχετίζεται άμεσα με τον καρκίνο.  Συγκεκριμένα, η παγκόσμια έρευνα δείχνει ότι:

  • Το κόκκινο κρέας αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου
  • Το παστό ψάρι αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του ρινοφάρυγγα
  • Τα επεξεργασμένα κρέατα αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου
  • Τα γαλακτοκομικά προϊόντα μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου

Ένας τρόπος με τον οποίο το κόκκινο κρέας συνδέεται με τον καρκίνο, αφορά το μαγείρεμα. Το μαγείρεμα του κρέατος σε πολύ ψηλές θερμοκρασίες, οδηγεί στον σχηματισμό ετεροκυκλικών αμινών και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων, οι οποίοι συνδέονται με τον καρκίνο και κυρίως με τον καρκίνο του παχέος εντέρου. («Κόψτε» το κόκκινο κρέας, για να μειώσετε τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου)

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα, από την άλλη, μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου, εξαιτίας της περιεκτικότητάς τους σε ασβέστιο. Εκτός από ασβέστιο, περιέχουν και βακτήρια που παράγουν γαλακτικό οξύ, τα οποία έχουν προστατευτική επίδραση κατά του καρκίνου του παχέος εντέρου. (Δίαιτα χωρίς γαλακτοκομικά: Ποια οφέλη και ποιους κινδύνους εγκυμονεί;)


Υπάρχουν σωματίδια στα γαλακτοκομικά και το βόειο κρέας που αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου και σκλήρυνσης κατά πλάκας;

Ερευνητές από το Γερμανικό Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο (DKFZ), διαπίστωσαν ότι ορισμένα σωματίδια που υπάρχουν στα γαλακτοκομικά προϊόντα και το βόειο κρέας, δημιουργούν ένα είδος παθογόνου που μολύνει τους ανθρώπους κατά την βρεφική και παιδική τους ηλικία, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρκίνου και σκλήρυνσης κατά πλάκας κατά την ενήλικη ζωή τους. Στη βάση αυτού του ευρήματος, συμβουλεύουν τους γονείς να μην δίνουν στα βρέφη τους γαλακτοκομικά προϊόντα, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν στην ηλικία του ενός έτους. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Αξιολόγησης Κινδύνων (BfR) και το Ινστιτούτο Max Rubner (MRI) ωστόσο, με κοινή τους ανακοίνωση απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς. (Πώς η υψηλή κατανάλωση του κόκκινου κρέατος συνδέεται με τον καρκίνο;)

Το 2008, ο Harald zur Hausen, MD, DSc, κατέκτησε το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής, όταν ανακάλυψε ότι ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων προκαλεί καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Αρχική σκέψη του Hausen, που τελικά τον οδήγησε σε αυτή την ανακάλυψη, ήταν ότι οι γυναίκες που δεν είναι σεξουαλικά ενεργές, σπάνια αναπτύσσουν αυτό τον τύπο καρκίνου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένοι ιοί μεταδίδονται σεξουαλικά

Οι ιοί των ανθρώπινων θηλασμάτων, ο ιός του έρπητα, ο ιός Epstein-Barr (EBV) και οι ρετροϊοί, προκαλούν καρκίνο με άμεσο τρόπο. Συγκεκριμένα, αφού εισάγουν τα γονίδιά τους στο ανθρώπινο DNA και αρχίσει η έκφραση πρωτεϊνών, μετά το πέρας μιας λανθάνουσας περιόδου ετών ή δεκαετιών, αυτές οι πρωτεΐνες σχηματίζουν κακοήθειες, αλλάζοντας το ρυθμιστικό γονίδιο του προσβεβλημένου ατόμου. Πέραν όμως από αυτόν τον άμεσο τρόπο, πολλοί ιοί μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο με έμμεσους τρόπους όπως:

  • Αποδυναμώνοντας το ανοσοποιητικό σύστημα, όπως συμβαίνει με το AIDS
  • Προκαλώντας χρόνια φλεγμονή, που οδηγεί σε γρήγορες μεταλλάξεις των αναπαραγόμενων κυττάρων

Σύμφωνα με τον Hausen, υπάρχουν πολλά παθογόνα που μπορούν να προκαλέσουν στο σώμα χρόνια φλεγμονή και τελικά να οδηγήσουν σε καρκίνο. Τα επιδημιολογικά δεδομένα, δείχνουν ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το βοδινό κρέας, θα μπορούσαν να περιέχουν τέτοια παθογόνα, τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού και καρκίνου του παχέος εντέρου. Η έρευνα του Hausen έδειξε ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου και ο καρκίνος του μαστού είναι πιο διαδεδομένοι σε χώρες όπου τα γαλακτοκομικά και το βοδινό κρέας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διατροφής, όπως η Αμερική, η Αργεντινή, η Ευρώπη και η Αυστραλία. Αντίθετα, τα ποσοστά των εν λόγω καρκίνων είναι πολύ χαμηλότερα σε χώρες που τα συγκεκριμένα τρόφιμα δεν καταναλώνονται καθόλου (για παράδειγμα στην Ινδία όπου η αγελάδα θεωρείται ιερό ζώο και δεν καταναλώνεται) ή καταναλώνονται ελάχιστα. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες με δυσανεξία στη λακτόζη, που δεν καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα, σπάνια εμφανίζουν καρκίνο του μαστού. 

Στην ίδια μελέτη, ο Hausen και οι συνεργάτες του, διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου, είχαν στο έντερό τους μονόκλωνους δακτυλίους DNA που συσχετίζονται άμεσα με ιούς, οι οποίοι ονομάστηκαν «παράγοντες βόειου κρέατος και γάλακτος (BMMF)». Στους ίδιους ασθενείς ανιχνευθήκαν αυξημένα επίπεδα οξειδωτικού στρες, ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της χρόνιας φλεγμονής

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα BMMF μπορούν να οδηγήσουν σε καρκίνο προκαλώντας στο σώμα χρόνια φλεγμονή. Συγκεκριμένα, όταν τα βρέφη καταναλώνουν γαλακτοκομικά, τα BMMF εισβάλλουν και μολύνουν το σώμα τους, προκαλώντας με την πάροδο του χρόνου χρόνια φλεγμονή, η οποία με την σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου. Ως εκ τούτου, συμβουλεύουν τους γονείς να αποφεύγουν την χρήση τέτοιων προϊόντων μέχρι το βρέφος τους να φτάσει την ηλικία του ενός έτους, κάτι που όπως θα δούμε πιο κάτω απορρίπτεται από τα ινστιτούτα BfR και MRI.

Παρά την απόρριψη της θεωρίας τους, ο Hausen και η ομάδα του προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η σκλήρυνση κατά πλάκας θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με την κατανάλωση γαλακτοκομικών και βοδινού κρέατος. Και σε αυτή την περίπτωση, οι ερευνητές έλαβαν και πάλι σοβαρά υπόψη την γεωγραφική θέση. Οι ερευνητές, αρχικά απομόνωσαν τους μονόκλωνους δακτυλίους DNA που συνδέθηκαν προηγουμένως με τα BMMF των γαλακτοκομικών προϊόντων και τα BMMF του αίματος των βοοειδών. Παράλληλα έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες όπως:

  • Ανεπάρκεια βιταμίνης D3: Η συχνότητα της σκλήρυνσης κατά πλάκας μειώνεται στους ανθρώπους που ζουν πιο κοντά στον ισημερινό. Οι άνθρωποι αυτοί εκτίθενται σε περισσότερο ήλιο, οπότε η πιθανότητα να έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D3 είναι μικρότερη. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D3 αυξάνει τον κίνδυνο σκλήρυνσης κατά πλάκας.
  • Ιός Epstein-Barr (EBV): Οι ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάλας έχουν αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων EBV, πράγμα που δείχνει ότι ο ιός σε αυτούς τους ασθενείς, τείνει να ενεργοποιείται επαλειμμένα. Ο ιός EBV ενεργοποιείται κυρίως τον χειμώνα, όπου η έκθεση στον ήλιο είναι μικρότερη.

Αφού ανέλυσαν τα δεδομένα τους, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι αποτέλεσμα ταυτόχρονης μόλυνσης των εγκεφαλικών κυττάρων από τους ιούς EBV και BMMF. Ο ιός EBV επανενεργοποιείται εξαιτίας της ανεπάρκειας βιταμίνης D3 και τα BMMF πολλαπλασιάζονται δημιουργώντας πρωτεΐνες. Η επακόλουθη ανοσοαπόκριση του σώματος, επηρεάζει τη λειτουργικότητα των κύτταρων Schwann και των ολιγοδενδροκυττάρων, καταστρέφοντας την μυέλινη που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, οδηγώντας τελικά σε σκλήρυνση κατά πλάκας.

Το μητρικό γάλα είναι υγιεινό για τα βρέφη; Ο θηλασμός μπορεί να προκαλέσει καρκίνο και ΣΚΠ;

Οι γυναίκες που θηλάζουν, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του DKFZ, διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο καρκίνου, σκλήρυνσης κατά πλάκας και διαβήτη τύπου 2. Αυτό το όφελος αποδίδεται στους ολιγοσακχαρίτες του μητρικού γάλακτος, οι οποίοι σχηματίζονται στα μέσα της εγκυμοσύνης και λειτουργούν μπλοκάροντας το μόριο στο οποίο προσκολλιούνται οι ιοί που προκαλούν καρκίνο. 

Οι ολιγοσακχαρίτες, προστατεύουν ταυτόχρονα και το νεογνό από σοβαρές λοιμώξεις, μπλοκάροντας την πρόσβαση του ροταϊού και του νοροιού. Αυτή η δράση των ολιγοσκαριτών είναι πολύ σημαντική, τουλάχιστον για τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα, όπως είπαμε πιο πάνω, δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένο και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους ιούς. Για περαιτέρω προστασία του νεογνού, συνιστάται ο θηλασμός του για τουλάχιστον ένα χρόνο. (Θηλασμός: Πώς επηρεάζει το μικροβίωμα του βρέφους;)

Τα ινστιτούτα BfR και MRI είναι αντίθετα με την έρευνα του Hausen

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Αξιολόγησης Κινδύνων (BfR) και το Ινστιτούτο Max Rubner (MRI), σε κοινή τους δήλωση εξέφρασαν την αντίθεσή τους στα ευρήματα της έρευνας του Hausen.  Ως αποτέλεσμα, πολλές ερευνητικές ομάδες ξεκίνησαν τις δικές τους μελέτες για τα BMMF. Τα ευρήματα αυτών των μελετών, που δημοσιευθήκαν από τα πιο πάνω ινστιτούτα, έδειξαν ότι:

  • Τα BMMF δεν είναι νέα παθογόνα, αλλά παραλλαγές ήδη γνωστών αλληλουχιών DNA.
  • Τα BMMF υπάρχουν σε πολλά άλλα τρόφιμα, πέραν από τα γαλακτοκομικά και το βόειο κρέας, όπως το χοιρινό, το ψάρι, τα φρούτα, τα λαχανικά και οι ξηροί καρποί.
  • Τα BMMF δεν μπορούν να μολύνουν τα ανθρώπινα κύτταρα και δεν υπάρχει απόδειξη ότι μπορούν να προκαλέσουν ασθένεια.

Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, τα δύο ινστιτούτα δήλωσαν ότι:

  • Οι ενήλικες μπορούν να καταναλώνουν με ασφάλεια γαλακτοκομικά προϊόντα και βόειο κρέας.
  • Τα γαλακτοκομικά πρέπει να χρησιμοποιούνται ως συμπληρωματική διατροφή για τα βρέφη, διότι περιέχουν σημαντικά μικροθρεπτικά συστατικά.


+ 5 πηγές

©2022 WikiHealth All Rights Reserved