Δερματολογικές παθήσεις

Βλεννώδη κύστη

Τι είναι η βλεννώδη κύστη;

Η βλεννώδη κύστη, γνωστή και ως βλεννοκήλη, αποτελεί ένα πυώδες εξάνθημα που εμφανίζεται στα χείλη ή στο εσωτερικό του στόματος. Η κύστη αυτή παρατηρείται συχνότερα στο κάτω χείλος, δεν προκαλεί πόνο και τις περισσότερες φορές υποχωρεί γρήγορα από μόνη της. Αυτή, αναπτύσσεται όταν οι σιελογόνοι αδένες του στόματος αποφράσσουν με βλέννα, και αν δεν θεραπευτεί μπορεί να γίνει χρόνια.

Συμπτώματα Αίτια Διάγνωση Θεραπεία

Συμπτώματα

Πώς μπορεί να διακρίνει κάποιος μια βλεννώδη κύστη;

Τα συμπτώματα της βλεννώδης κύστης ποικίλουν ανάλογα με το βάθος της στο δέρμα, ενώ συνήθως δεν περιλαμβάνουν πόνο, αλλά μονάχα ενόχληση. Παρ' όλα αυτά, εάν η κύστη εμφανίζεται συχνά μπορεί να προκαλέσει και κάποιο πόνο. Άλλα χαρακτηριστικά της, περιλαμβάνουν:

  • κυανό χρώμα
  • αυξημένο οίδημα
  • διάμετρος μικρότερη του ενός εκατοστού.

Ενώ, εάν η κύστη είναι βαθιά μέσα στο δέρμα, είναι:

  • περισσότερο στρογγυλή
  • ευαίσθητη στην αφή
  • λευκού χρώματος

Αίτια

Πώς προκαλείται η βλεννώδη κύστη;

Οι περισσότερες βλεννώδεις κύστες προκαλούνται από κάποιο τραυματισμό στην στοματική κοιλότητα, όπως:

  • Δάγκωμα των χειλιών
  • Σκουλαρίκι στα χείλη
  • Δάγκωμα στο εσωτερικό τμήμα του μάγουλου
  • Ρήξη κάποιου σιελογόνου αδένα
  • Προβλήματα με παρακείμενα δόντια

Γενικότερα, η κακή στοματική υγιεινή, το άγχος, καθώς και η συχνή χρήση οδοντόκρεμας κατά της πλάκας, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης κύστης. Η κύστη αυτή εμφανίζεται σε άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, αλλά παρατηρείται συχνότερα σε άτομα ηλικίας 10 έως 25 ετών.

Διάγνωση

Πότε πρέπει κάποιος να επισκεφτεί έναν ιατρό;

Ένα άτομο θα πρέπει να επισκεφτεί έναν ιατρό για κάθε κύστη που εμφανίζεται μέσα ή γύρω από το στόμα του, ούτως ώστε να λάβει κατάλληλη θεραπεία, ειδικότερα εάν η κύστη είναι μεγάλη και ενοχλητική. Οι περισσότερες κύστες έχουν μέγεθος μικρότερο από 1 εκατοστό, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να φτάσουν και  τα 3,5 εκατοστά. 

Εξαιτίας του μικρού αυτού μεγέθους, πολλές βλεννώδης κύστες δεν ανιχνεύονται, παρά μόνο εάν το άτομο επισκεφτεί έναν οδοντίατρο, ειδικότερα εάν αυτές βρίσκονται στο εσωτερικό του στόματος. Στην περίπτωση αυτή, ο οδοντίατρος είναι πιθανό να προτείνει στο άτομο να επισκεφτεί έναν άλλο ιατρό για να διεξαχθεί βιοψία στην κύστη, αλλά στις περισσότερες φορές ο ιατρός θα αφήσει την κύστη να υποχωρήσει μόνη της. 

Γενικότερα, εάν μια βλεννώδη κύστη δεν έχει υποχωρήσει εντός 2 μηνών θα πρέπει να εξεταστεί από κάποιον ιατρό.

Πώς γίνεται η ταυτοποίηση μιας βλεννώδης κύστης;

Η ταυτοποίηση της κύστης γίνεται με βάση τη φυσική εξέταση και τα συμπτώματα του ασθενούς, ενώ ο ιατρός θα ρωτήσει για πιθανούς τραυματισμούς στο στόμα. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να ληφθεί δείγμα ιστού από την κύστη για την διεξαγωγή βιοψίας, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα καρκίνου. Η βιοψία συστήνεται συνήθως όταν:

  • η κύστη είναι μεγαλύτερη των 2 εκατοστών
  • δεν υπάρχει κανένα ιστορικό τραυματισμού, που να δικαιολογεί την εμφάνιση της κύστης
  • η κύστη έχει μορφή αδενώματος ή λιπώματος.

Θεραπεία

Τι πρέπει να κάνει κάποιος που εμφανίζει μια βλεννώδη κύστη;

Η αντιμετώπιση της κύστης εξαρτάται από την σοβαρότητα των συμπτωμάτων και την συχνότητα εμφάνισης της. Οι περισσότερες βλεννώδεις κύστες που εμφανίζονται πρώτη φορά υποχωρούν από μόνες τους χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη θεραπεία ή ιατρική παρακολούθηση. Ενώ, εάν μια κύστη επιμένει για μεγάλο διάστημα ή επανεμφανίζεται συνεχώς είναι πιθανό να απαιτείται ιατρική παρέμβαση.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει ποτέ ένα άτομο να επιχειρήσει να διαρρήξει μια κύστη μόνο του, καθώς υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μόλυνσης και τραυματισμού του παρακείμενου ιστού. 

Πιθανές θεραπείες που μπορεί να προτείνει ένας ιατρός για την αντιμετώπιση μιας βλεννώδης κύστης, η οποία δεν υποχωρεί μόνης τους ή επανεμφανίζεται συνεχώς, μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Θεραπεία με χρήση laser, η οποία χρησιμοποιεί δέσμες φωτός για να καταστρέψει την κύστη.
  • Κρυοθεραπεία, η οποία απομακρύνει την κύστη παγώνοντας τον παρακείμενο ιστό.
  • Ένεση κορτικοστεροειδών, τα οποία μειώνουν την φλεγμονή και επιταχύνουν την επούλωση του ιστού.
  • Χειρουργική αφαίρεση της κύστης ή ολόκληρου του σιελογόνου αδένα, στην περίπτωση που η κύστη είναι πολύ σοβαρή ή επανεμφανίζεται συνεχώς.

Μια βλεννώδης κύστη μπορεί να χρειαστεί από μια εβδομάδα έως και 2 χρόνια για να απομακρυνθεί πλήρως, ανάλογα με το είδος και την σοβαρότητα της. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και μετά την υποχώρηση της κύστης, αυτή μπορεί να επανεμφανιστεί, εκτός και αν έχει γίνει χειρουργική αφαίρεση της. Σε κάθε περίπτωση, είναι καλό να αποφεύγονται συνήθειες όπως το δάγκωμα των χειλιών και να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην καλή στοματική υγιεινή για να μειωθεί η πιθανότητα ανάπτυξης μιας κύστης στο μέλλον.

Τι μπορεί να κάνει κάποιος στο σπίτι του, έως ότου μια βλεννώδη κύστη να υποχωρήσει;

Η ανάρρωση από μια βλεννώδη κύστη παίρνει αρκετό χρόνο και είναι σημαντικό στο διάστημα αυτό να την ελέγχει το άτομο συχνά για πιθανή μόλυνση ή επιδείνωση, όπως για παράδειγμα αλλαγή χρώματος ή αύξηση μεγέθους. Επιπλέον, γαργάρες με αλατόνερο μπορεί να επιταχύνουν την επούλωση.

Παρ' όλα αυτά, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει το άτομο να επισκεφτεί έναν ιατρό προκειμένου να λάβει σωστή διάγνωση και να αποκλειστεί η πιθανότητα σοβαρότερων παθήσεων, όπως ο καρκίνος του στόματος. 

Τέλος, είναι σημαντικό εάν κάποιος έχει τη συνήθεια να δαγκώνει τα χείλη του να προσπαθήσει να την περιορίσει και να ελέγξει το άγχος που σχετίζεται συνήθως με αυτή τη συνήθεια, προκειμένου να αποφύγει μελλοντικές κύστες.

+ 4 πηγές

©2022 WikiHealth All Rights Reserved

1. Jani DR, et al. (2010). Mucocele - A study of 36 cases. ijdr.in/article.asp?issn=0970-9290;year=2010;volume=21;issue=3;spage=337;epage=340;aulast=Jani

2. Kim JH, et al. (2011). Concurrent occurrence of mucocele and pyogenic granuloma. DOI: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/22028553

3. Oral mucocele. (n.d.). skinsight.com/skin-conditions/adult/oral-mucocele

4. Seo J, et al. (2012). Oral mucocele of unusual size on the buccal mucosa: Clinical presentation and surgical approach. DOI: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/22550550