Διατροφή

Η ανοχή στη λακτόζη εξαπλώθηκε στους Ευρωπαίους μέσα σε λίγους αιώνες

Το γάλα των παραγωγικών ζώων αποτελεί πολύτιμη πηγή διατροφής σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες της Ευρώπης. Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Current Biology αποκαλύπτει ότι η ικανότητα των ανθρώπων να μεταβολίσουν την λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος, εξαπλώθηκε γρήγορα στην Κεντρική Ευρώπη.

Η εκτεταμένη κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων –από την προϊστορική εποχή– είναι ασυνήθης και αξιοσημείωτη, γιατί η γενετική ανάλυση έδειξε ότι κατά την προϊστορική εκείνη εποχή τα ενήλικα άτομα εμφάνιζαν στην πλειονότητά τους δυσανεξία στη λακτόζη*. Με απλά λόγια, το γάλα ήταν τοξικό στα ενήλικα άτομα, δεδομένου ότι ο άνθρωπος σταματάει να παράγει το ένζυμο λακτάση, όταν το άτομο έχει ηλικία μεταξύ δύο και πέντε ετών. Το ερώτημα είναι πότε έγινε η αλλαγή στη γενετική σύσταση των προϊστορικών ανθρώπων;

Διεθνείς ομάδα ερευνητών -με συντονιστή το πανεπιστήμιο του Mainz (Γερμανία)- εξέτασε το γενετικό υλικό από οστά ανθρώπων που πέθαναν κατά τη διάρκεια μάχης στην κοιλάδα του Tollense στη Βόρεια Γερμανία στην Εποχή του Χαλκού (1.200 π.Χ.). Διαπίστωσε ότι περίπου 4.000 χρόνια μετά την εισαγωγή της γεωργίας στην Ευρώπη, μόνο ένας στους οκτώ από τους πολεμιστές είχε μια γενετική παραλλαγή που του επέτρεψε να διασπά τη λακτόζη.

Τα στοιχεία αυτά συγκρίθηκαν με άλλους σύγχρονους και αρχαίους πληθυσμούς, ιδιαίτερα μεσαιωνικούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, όπως ατόμων από την Εποχή του Χαλκού στη Σερβία (4.100 έως ∼ 3.700 BP) και την περιοχή των Στεπών της Πόντο-Κασπίας, που ήταν προγενέστερα της Εποχής του Χαλκού.

Διαπίστωσαν ότι την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, δηλ. λιγότερο από 2.000 χρόνια αργότερα, 60% των ατόμων είχαν την ικανότητα να πίνουν γάλα ως ενήλικες (σήμερα το ποσοστό κυμαίνεται από 70% έως 90%). Αυτό είναι στην πραγματικότητα ένας απίστευτα γρήγορος ρυθμός αλλαγής για το γονίδιο MCM601*** που ελέγχει την πέψη του γάλακτος.

Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι η ανοχή στη λακτόζη εξαπλώθηκε σε όλη την Κεντρική Ευρώπη σε λίγες μόνο χιλιάδες χρόνια. Επιπρόσθετα, η αύξηση του αλληλομόρφου rs4988235*** στο γονίδιο MCM601 στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ήταν απίθανο να προέρχεται από πληθυσμούς που μετακινήθηκαν από τις Στέπες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ. Η συνεξέλιξη της υιοθέτησης της γαλακτοπαραγωγής με το γονίδιο που κωδικοποιεί τη λακτάση συνετέλεσαν στην αλλαγή της γενετικής σύστασης των Ευρωπαίων.

ΔΥΣΑΝΕΞΙΑ στη λακτόζη. Αδυναμία του οργανισμού να διασπάσει τη λακτόζη σε γαλακτόζη και γλυκόζη στο λεπτό έντερο, λόγω έλλειψης του ενζύμου λακτάση. Η ανεπάρκεια λακτάσης** οδηγεί στην παρουσία αδιάσπαστης λακτόζης στο παχύ έντερο, με δυσμενή κλινικά συμπτώματα, όπως π.χ. κοιλιακό άλγος, διάρροια, κράμπες, κλπ. Τα άτομα αυτά μπορούν να διατρέφονται σήμερα με γάλα που είναι ελεύθερο λακτόζης.

**ΛΑΚΤΑΣΗ. Το ένζυμο παράγεται στο λεπτό έντερο και η λειτουργία του είναι να διασπά τη λακτόζη –το βασικό σάκχαρο του γάλακτος– σε γλυκόζη και γαλακτόζη, οι οποίες αξιοποιούνται από τον οργανισμό ως πηγή ενέργειας.

***Το γονίδιο MCM6. Μια συγκεκριμένη αλληλουχία του γονιδίου ρυθμίζει την έκφραση του γειτονικού γονιδίου της λακτάσης, που παρέχει τις γενετικές πληροφορίες για τη βιοσύνθεση του ένζυμου λακτάση. Εκτός από τη μετάλλαξη 13910*T, και άλλες μεταλλάξεις στην αλληλουχία του γονίδιου MCM6 έχουν ως αποτέλεσμα την επάρκεια παραγωγής της λακτάσης μετά την ηλικία των δύο ετών και ως εκ τούτου την ικανότητα πέψης της λακτόζης, που είναι το κύριο σάκχαρο του γάλακτος.