Μολυσματικές ασθένειες

Η ελονοσία στα χρόνια της πανδημίας: Γιατί αυξήθηκαν τα κρούσματά της;

 Τι είναι η ελονοσία;

Η ελονοσία είναι μια απειλητική για τη ζωή ασθένεια που προκαλείται από παράσιτα που μεταδίδονται στους ανθρώπους μέσω των τσιμπημάτων των μολυσμένων θηλυκών κουνουπιών Anopheles. Πιο συγκεκριμένα,  υπάρχουν πέντε είδη παρασίτων που προκαλούν ελονοσία στον άνθρωπο, με το Plasmodium falciparum να πρωταγωνιστεί αποτελώντας τη μεγαλύτερη απειλή.

Πώς μεταδίδεται η ελονοσία;

Όπως προαναφέρθηκε η κύρια οδός μετάδοσης είναι το τσίμπημα του θηλυκού κουνουπιού του γένους Anopheles -εξού και στην Ελλάδα συχνά αναφερόμαστε στον “κώνωψ ο ανωφελής” – όμως υπάρχουν και άλλοι λιγότερο συχνές δίοδοι όπως:

  • Μετάγγιση μολυσμένου αίματος
  • Μεταμόσχευση
  • Χρήση μολυσμένων βελονών
  • Κάθετη μετάδοση, δηλαδή από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της γέννας

Ωστόσο να τονιστεί πως δεν μεταδίδεται άμεσα από άνθρωπο σε άνθωπο μέσω απλής επαφής πχ μέσω του φιλιού, αλλά ούτε και μέσω της σεξουαλικής επαφής. Πρέπει στον κύκλο μετάδοσης να συμμετέχει το κουνούπι.

Ποια η σχέση της Covid-19 με την ελονοσία;

 Τα νέα στοιχεία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αποκαλύπτουν ότι η πανδημία εξαιτίας της COVID-19 έχει οδηγήσει σε αξιοσημείωτη αύξηση των κρουσμάτων -δυστυχώς- και των θανάτων. Σύμφωνα λοιπόν  με την τελευταία παγκόσμια έκθεση ελονοσίας του ΠΟΥ, εκτιμάται ότι υπήρξαν 241 εκατομμύρια περιπτώσεις ελονοσίας και 627.000 θάνατοι από ελονοσία παγκοσμίως το 2020. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 14 εκατομμύρια περισσότερες περιπτώσεις το 2020 σε σύγκριση με το 2019 και 69.000 περισσότερους θανάτους. Περίπου τα δύο τρίτα αυτών των πρόσθετων θανάτων (47.000) ήταν αποτέλεσμα των διακοπών  στην παροχή πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας της ελονοσίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Αν και τα νούμερα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά,  παρόλα αυτά η κατάσταση θα μπορούσε να είναι σαφώς πολύ χειρότερη. Στις πρώτες μέρες της πανδημίας, ο ΠΟΥ είχε προβλέψει ότι  λόγω της διακοπής  παροχής υπηρεσιών οι θάνατοι από ελονοσία στην υποσαχάρια Αφρική θα μπορούσαν ενδεχομένως  μέχρι και να διπλασιαστούν μέσα στο 2020. Όμως πολλές χώρες ανέλαβαν επείγουσα δράση για να ενισχύσουν τα προγράμματά τους για την ελονοσία, αποτρέποντας έτσι  αυτό το χειρότερο σενάριο. 

Η υποσαχάρια Αφρική συνεχίζει να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ελονοσίας,  μιας και αντιπροσωπεύει περίπου το 95% όλων των κρουσμάτων ελονοσίας και το 96% όλων των θανάτων το 2020. Περίπου το 80% των θανάτων στην περιοχή είναι μεταξύ παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών.

Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι η πανδημία ήρθε σε ένα σημείο που η παγκόσμια πρόοδος κατά της ελονοσίας είχε ήδη αρχίσει  σταδιακά να καταρρέει. Ήδη από το 2017 είχαν αρχίσει να υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εκπληκτικά αποτελέσματα που σημειώθηκαν από το 2000 – συμπεριλαμβανομένης της μείωσης κατά 27% της παγκόσμιας συχνότητας κρουσμάτων ελονοσίας και μιας μείωσης σχεδόν 51% του ποσοστού θνησιμότητας από ελονοσία – είχαν σταματήσει.

Μάλιστα  από το 2015, όταν και  ξεκίνησε η παγκόσμια στρατηγική του ΠΟΥ για την ελονοσία, 24 χώρες έχουν καταγράψει αυξήσεις στους θανάτους από ελονοσία. Στις 11 χώρες που φέρουν το μεγαλύτερο βάρος ελονοσίας παγκοσμίως, τα κρούσματα αυξήθηκαν από 150 εκατομμύρια το 2015 σε 163 εκατομμύρια περιπτώσεις το 2020 και οι θάνατοι από ελονοσία αυξήθηκαν από 390.000 σε 444.600 την ίδια περίοδο.

Τι πρέπει να γίνει για να μπει ξανά υπό έλεγχο η κατάσταση με την ελονοσία;

Για να αποτραπεί μια περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, ο ΠΟΥ αναγνωρίζει την ανάγκη διασφάλισης  καλύτερης και πιο δίκαιη πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες υγείας, ενισχύοντας την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και ενισχύοντας τις εγχώριες και διεθνείς επενδύσεις. Η επίτευξη των στόχων του 2030 του προγράμματος του ΠΟΥ για την ελονοσία, που στοχεύει στη  μείωση κατά 90% της παγκόσμιας εμφάνισης και θνησιμότητας της ελονοσίας έως το 2030, θα απαιτήσει νέες προσεγγίσεις, νέα εργαλεία και την καλύτερη εφαρμογή των υπαρχόντων.

Παίρνοντας  ως δεδομένο ότι η ελονοσία είναι μια ασθένεια που απειλεί το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ είναι αποτρέψιμη και ιάσιμη η φετινή έκθεση του ΠΟΥ μόνο ως δυσάρεστο νέο και καμπανάκι κινδύνου θα πρέπει να εκληφθεί.