Καρδιά και αγγεία

Καρδιακή νόσος: Ποιες είναι οι καλύτερες θεραπευτικές προσεγγίσεις;

Τα στεντ και η χειρουργική επέμβαση δεν είναι καλύτερες επιλογές από την φαρμακευτική αγωγή

Ιατρικές ή επεμβατικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την καρδιακή νόσο;

Οι επεμβατικές διαδικασίες, όπως η χειρουργική επέμβαση παράκαμψης και η τοποθέτηση στεντ –που συνήθως χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των αποκλεισμένων αρτηριών – δεν είναι καλύτερες επιλογές συγκριτικά με την φαρμακευτική αγωγή που συνδυάζεται με αλλαγές στον τρόπο ζωής, σύμφωνα με νέα μελέτη. Ωστόσο, πρόκειται για επιλογές που χρησιμοποιούνται για να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και θανάτου σε ασθενείς που πάσχουν από σταθερή ισχαιμική καρδιακή νόσο. Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, αυτές οι διαδικασίες ανακουφίζουν καλύτερα τα συμπτώματα και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Η Διεθνής συγκριτική μελέτη που αφορούσε την αποτελεσματικότητα των ιατρικών επεμβατικών προσεγγίσεων (ISCHEMIA), η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος (NHLBI), παρακολούθησε περισσότερους από 5.000 ασθενείς με σταθερή, μέτρια έως σοβαρή καρδιακή νόσο, για περίπου 3,2 χρόνια. Στην εν λόγω μελέτη, συγκρίθηκε η συντηρητική στρατηγική θεραπείας με την επεμβατική θεραπευτική στρατηγική.

Ειδικότερα, η συντηρητική στρατηγική θεραπείας περιλάμβανε φάρμακα για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερίνης και της στηθάγχης (δυσφορία στο στήθος που προκαλείται από ανεπαρκές αίμα στην καρδιά), μαζί με συμβουλές διατροφής και άσκησης. Η επεμβατική θεραπευτική στρατηγική περιελάμβανε την αναγνώριση των συμπτωμάτων και συμβουλευτική, καθώς και στεφανιαίες επεμβάσεις, οι οποίες διενεργούνταν σχεδόν μόλις ο ασθενής παρατηρούσε μη φυσιολογική αρτηριακή πίεση. Σημειώνεται ότι πριν την διεξαγωγή της μελέτης, έγιναν δοκιμές αξιολόγησης της στεφανιαίας ροής αίματος (ισχαιμία), ώστε να προσδιοριστεί το ποιος θα μπορούσε να συμμετάσχει στην μελέτη.

Όπως εξήγησε ο Δρ. Yves Rosenberg, συν-συγγραφέας και επικεφαλής της μελέτης, προηγούμενες μελέτες έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα, ωστόσο σε αυτές δεν συμπεριλήφθηκαν ασθενείς με σοβαρή καρδιαγγειακή νόσο. Η μελέτη ISCHEMIA ασχολήθηκε μόνο με ασθενείς που είχαν πολύ ανώμαλα αποτελέσματα στις δοκιμές αξιολόγησης. Τόνισε μάλιστα, ότι τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι πρέπει η προσοχή να στραφεί στον τρόπο ζωής, ο οποίος θα μπορούσε να επηρεάσει τόσο τις ιατρικές πρακτικές, όσο και τις κατευθυντήριες γραμμές.

Τι είναι η νόσος της στεφανιαίας αρτηρίας;

Η νόσος της στεφανιαίας αρτηρίας, η οποία προκαλείται από μειωμένη ροή αίματος προς την καρδιά, είναι ο πιο κοινός τύπος καρδιακής νόσου και μάλιστα, επηρεάζοντας περίπου 18 εκατομμύρια Αμερικανούς, αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα συμπτώματα της νόσου ποικίλλουν, ωστόσο πολλοί ασθενείς δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα και ως εκ τούτου αγνοούν ότι πάσχουν από καρδιακή νόσο μέχρι να εμφανίσουν θωρακικό πόνο ή να πάθουν καρδιακή προσβολή ή αιφνίδια καρδιακή ανακοπή.

Η χειρουργική επέμβαση παράκαμψης και η τοποθέτηση στεντ είναι πιο αποτελεσματικές επιλογές από την φαρμακευτική αγωγή που συνδυάζεται με αλλαγές στον τρόπο ζωής;

Για να διαπιστωθεί ποια θεραπεία (επεμβατική ή συντηρητική) είναι πιο αποτελεσματική, οι ερευνητές εξέτασαν την επίδρασή τους, τόσο στην καρδιακή προσβολή, όσο και στη νοσηλεία για ασταθή στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια, αιφνίδια καρδιακή ανακοπή και θάνατο από καρδιακά αίτια. Σημειώνεται ότι ένα επιπλέον βασικό αποτέλεσμα της μελέτης αφορούσε την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Ειδικότερα, στην μελέτη συμμετείχαν 5.179 ασθενείς, οι οποίοι ήταν κατά μέσο όρο 64 ετών και κατάγονταν από 320 περιοχές από 37 διαφορετικές χώρες. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν από τον Αύγουστο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2018. Οι περισσότεροι είχαν ιστορικό θωρακικού πόνου, με το 21% να αναφέρει ημερήσιο ή εβδομαδιαίο θωρακικό πόνο, ενώ το 35% δεν είχε θωρακικό πόνο ένα μήνα πριν συμμετάσχει στην μελέτη.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα ακολούθησε την συντηρητική θεραπεία (φαρμακευτική αγωγή – αλλαγές στις συνήθειες) και η δεύτερη την επεμβατική θεραπεία (χειρουργική επέμβαση παράκαμψης- τοποθέτηση στεντ). Κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε ετών της μελέτης, το 21% των ασθενών που έλαβαν συντηρητική θεραπεία, χρειάστηκε τοποθέτηση στεντ ή χειρουργική επέμβαση παράκαμψης, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν την φαρμακευτική τους αγωγή. Από τους ασθενείς που έλαβαν επεμβατική θεραπεία, το 79% χρειάστηκε επαναγγείωση, τα 3/4 των οποίων προχώρησαν σε εμφύτευση στεντ, ενώ οι υπόλοιποι έκαναν χειρουργική επέμβαση παράκαμψης.

Μέχρι το τέλος της μελέτης, το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των δύο ομάδων ήταν σχεδόν το ίδιο: μεταξύ των συμμετεχόντων που ακολουθήσαν επεμβατικές διαδικασίες, οι 145 πέθαναν, ενώ από όσους έλαβαν μόνο φαρμακευτική αγωγή πέθαναν οι 144. Επιπρόσθετα, παρόμοιος ήταν και ο συνολικός ρυθμός των καρδιακών συμβάντων: 352 συμμετέχοντες στην ομάδα που χρησιμοποίησε μόνο φαρμακευτική αγωγή, αντιμετώπισαν τουλάχιστον ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο, όπως καρδιακή προσβολή, συγκριτικά με 318 συμμετέχοντες στην επεμβατική ομάδα. Όπως εξήγησαν οι ερευνητές, οι ασθενείς που ακολούθησαν την συντηρητική θεραπεία, παρουσίασαν καρδιαγγειακά προβλήματα τα πρώτα δύο χρόνια της μελέτης, ενώ οι ασθενείς που ακολουθήσαν επεμβατικές θεραπείες,  αντιμετώπισαν λιγότερα προβλήματα τα δύο τελευταία χρόνια και αυξημένες καρδιακές προσβολές στους πρώτους 6 μήνες της μελέτης

Σύμφωνα με τον συν-επικεφαλή συγγραφέα της μελέτης και Ανώτερο Συντονιστή και Κοσμήτορα στο Τμήμα Κλινικών Επιστημών του NYU Grossman School of Medicine, Δρ. Judith Hochman, η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε και επιβεβαίωσε ότι τα στεντς και οι χειρουργικές επεμβάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε κάποια καρδιακή βλάβη, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι αυτή η βλάβη δεν ήταν τόσο σοβαρή ώστε να οδηγήσει σε θάνατο, συγκριτικά με  τις καρδιακές προσβολές που εμφανίστηκαν ανεξάρτητα από την θεραπευτική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί τονίζουν ότι θα χρειαστεί μακροπρόθεσμη παρακολούθηση των ασθενών, για να προσδιοριστεί καλύτερα η πραγματική διαφορά πρόγνωσης μεταξύ των δύο ομάδων.

Όσον αφορά τους ασθενείς που εμφάνιζαν θωρακικό πόνο, τα συγκριτικά οφέλη των δύο θεραπειών ήταν πιο ξεκάθαρα και σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης. Ειδικότερα, όπως εξήγησε ο Δρ. John Spertus, Διευθυντής Έρευνας στον τομέα της υγείας στο Saint Luke American Heart Institute στην πόλη Κάνσας των Ηνωμένων Πολιτειών και ένας από τους κύριους ερευνητές που ανέλυσαν την ποιότητα ζωής των συμμετεχόντων στην μελέτη, «η μελέτη έδειξε μια εντυπωσιακή και βιώσιμη βελτίωση στα συμπτώματα, τη λειτουργία και την ποιότητα ζωής των ασθενών που ακολούθησαν μια επεμβατική θεραπεία, μέχρι και για τέσσερα χρόνια παρακολούθησης». «Ωστόσο» πρόσθεσε, «αυτό το όφελος παρατηρήθηκε μόνο στα 2/3 των ασθενών που είχαν στηθάγχη κατά την έναρξη της μελέτης, ενώ κανένα όφελος δεν παρατηρήθηκε σε όσους δεν είχαν συμπτώματα».

Ως εκ τούτου, ο Δρ. David Maron, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών και Πρόληψης του Πανεπιστημίου Stanford και κύριος ερευνητής της μελέτης, υπογράμμισε ότι συνολικά η ποιότητα ζωής και τα κλινικά αποτελέσματα των συμμετεχόντων, υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη για επεμβατικές διαδικασίες σε ασθενείς που δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Ενώ για όσους έχουν στηθάγχη, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι είναι εξίσου ασφαλές να αρχίσουν να την αντιμετωπίζουν με φαρμακευτική αγωγή και με αλλαγές στον τρόπο ζωής αρχικά και, στη συνέχεια, εάν τα συμπτώματα επιμένουν, να συζητήσουν με τον γιατρό τους για άλλες φαρμακευτικές επιλογές.


+ 3 πηγές

©2022 WikiHealth All Rights Reserved

NIH-funded studies show stents and surgery no better than medication, lifestyle changes at reducing cardiac events https://www.nih.gov/news-events/news-releases/nih-funded-studies-show-stents-surgery-no-better-medication-lifestyle-changes-reducing-cardiac-events

nternational Study of Comparative Health Effectiveness With Medical and Invasive Approaches (ISCHEMIA) (ISCHEMIA) https://clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT01471522

NATIONAL HEART, LUNG, AND BLOOD INSTITUTE https://www.nhlbi.nih.gov/