Διάγνωση

Μπορούν τα τεστ για τον κορονοϊό να βγουν ψευδώς θετικά ή αρνητικά;

© Anyaivanova | Dreamstime Stock Photos
© Anyaivanova | Dreamstime Stock Photos

Τα αποτελέσματα της εξέτασης για τον κορονοϊό μπορεί να είναι ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά;

Η εξέταση που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια Μοριακής Βιολογίας για την ανίχνευση του γενετικού υλικού του κορονοϊού ονομάζεται RT-PCR και έχει σαν στόχο τον πολλαπλασιασμό μιας συγκεκριμένης αλληλουχίας του γενετικού υλικού του ιού, όταν αυτή ανευρίσκεται ακόμα και σε μικρό ποσοστό στο υπό εξέταση δείγμα.

Αναλυτικότερα, η RT-PCR είναι μια πυρηνική μέθοδος για την ανίχνευση της παρουσίας συγκεκριμένου γενετικού υλικού από οποιοδήποτε παθογόνο μικρόβιο, συμπεριλαμβανομένων των ιών. Η μέθοδος χρησιμοποιεί συνήθως φθορίζουσες βαφές. Με αυτήν την τεχνική, οι επιστήμονες μπορούν να δουν τα αποτελέσματα σχεδόν αμέσως, ενώ η διαδικασία συνεχίζεται. Ενώ η τεχνική είναι τώρα η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την ανίχνευση κορωνοϊών, πολλές χώρες χρειάζονται ακόμη υποστήριξη για τη δημιουργία, ανάπτυξη και τη χρήση της τεχνικής.

Η μέθοδος είναι ακριβής, αλλά μπορεί να συναντήσουμε ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα;

Σε κάποιες περιπτώσεις – ευτυχώς όχι συχνά – μπορεί να παρατηρηθεί αρνητικό αποτέλεσμα με την εξέταση της RT-PCR, σε ασυμπτωματικούς ασθενείς, όπου το ιικό φορτίο είναι χαμηλό και δεν ανιχνεύεται. Στις περιπτώσεις αυτές, η εξέταση θα πρέπει να επαναλαμβάνεται με το πέρας κάποιων ημερών ή στην περίπτωση που εμφανιστούν συμπτώματα.

Πιο σπάνια, μπορεί να παρατηρηθούν ψευδώς θετικά αποτελέσματα για τον κορωνοϊό. Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να οφείλονται στην ύπαρξη άλλων κορωνοϊών, μέσω διασταυρούμενης αντίδρασης, είτε λόγω επιμόλυνσης στο εργαστήριο.

Σε συνέντευξή του στο  inside story ο καθηγητής Μοριακής Βιολογίας Συστημάτων Νεκτάριος Ταβερναράκης, επισημαίνει ότι «λόγω της υψηλής αστάθειας του γενετικού υλικού του ιού (RNA), τα μοριακά τεστ έχουν σχετικά περιορισμένη ακρίβεια». Αντίστοιχα τεστ όταν χρησιμοποιούνται για τον ιό της γρίπης έχουν ακρίβεια από 50% – 80% και υπάρχει το ενδεχόμενο αδυναμίας ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού στα αρχικά στάδια της μόλυνσης.