Καρκίνος

Οι βαφές μαλλιών αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου;

Η χρήση βαφής μαλλιών είναι πολύ διαδεδομένη και μάλιστα εκτιμάται ότι τουλάχιστον το 50% των γυναικών και το 10% των ανδρών βάφουν τα μαλλιά τους μετά τα 40. Η απορία ωστόσο που γεννάται, είναι το κατά πόσο οι βαφές αυτές αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου.

Οι βαφές μαλλιών αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου;

Τι λένε παλαιότερες μελέτες;

Παρόλο που η έρευνα προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να δώσει μια σαφή απάντηση στο ερώτημα εάν οι βαφές μαλλιών αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου, τα αποτελέσματα είναι μέχρι σήμερα αντιφατικά.

Οι βαφές μαλλιών διατίθενται σε τρία είδη: οξειδωτικές (μόνιμες), άμεσες (ημι-μόνιμες ή προσωρινές) και φυσικές βαφές. Οι βαφές που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι οι μόνιμες, οι οποίες υποβάλλονται σε χημικές αντιδράσεις για να δημιουργήσουν την χρωστική ουσία που εναποτίθεται στις ρίζες των μαλλιών. Αυτές οι χημικές αντιδράσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου, ωστόσο σε αυτό δεν συμφωνούν όλες οι μελέτες.

Οι κομμωτές που εκτίθενται τακτικά σε αυτές τις χημικές ουσίες, είτε μέσω της άμεσης επαφής τους με το δέρμα τους, είτε λόγω της εισπνοής των αναθυμιάσεων τους, θεωρούνται πιο επιρρεπείς στον καρκίνο, αλλά παραμένει άγνωστο το πόσο επικίνδυνη είναι η προσωπική χρήση των βαφών αυτών.

Μέχρι σήμερα, πολλές μελέτες έχουν διερευνήσει τη σχέση που έχει η προσωπική χρήση βαφής μαλλιών με τον κίνδυνο καρκίνου ή θανάτου από καρκίνο, ωστόσο, όπως είπαμε, τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά. Αυτά τα αντιφατικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι αποτέλεσμα μικρών δειγμάτων, ελάχιστου χρόνου παρακολούθησης των συμμετεχόντων, ανεπαρκούς ταξινόμησης του τύπου της βαφής που χρησιμοποιείτο (μόνιμη ή όχι) και ελλιπής καταγραφή άλλων παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου.

Σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε νεότερη μελέτη;

Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο The BMJ, η μόνιμη βαφή μαλλιών δεν φαίνεται να αυξάνει τον συνολικό κίνδυνο καρκίνου. Ειδικότερα, οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Harvard αξιολόγησαν το κατά πόσο η προσωπική χρήση βαφής μαλλιών, αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου ή θανάτου από καρκίνο.

Οι συγγραφείς της μελέτης ανέλυσαν δεδομένα από 117.200 γυναίκες που ήταν εγγεγραμμένες στη Μελέτη Υγείας των Νοσηλευτών. Από την συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν την ηλικία, την εθνικότητα, τον δείκτη μάζα σώματος, την κατάσταση καπνίσματος, την κατανάλωση αλκοόλ, το φυσικό χρώμα μαλλιών, τη χρήση βαφής και τους παράγοντες κίνδυνου για συγκεκριμένους τύπους καρκίνου.

Οι ερευνητές λοιπόν, διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ μόνιμες βαφές, οι γυναίκες που τις χρησιμοποιούσαν δεν διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου ή θανάτου από καρκίνο.

Ωστόσο, εντοπίστηκαν και οι εξής σχέσεις:

  • Ανάμεσα σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου, υπήρχε ελαφρώς αυξημένος κίνδυνος για καρκίνωμα των βασικών κυττάρων (ο πιο κοινός τύπος καρκίνου του δέρματος) στις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν βαφές μαλλιών, συγκριτικά με εκείνες που δεν χρησιμοποιούσαν.
  • Ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού και καρκίνου των ωοθηκών ήταν αυξημένος για τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν μακροπρόθεσμα μόνιμες βαφές.
  • Οι γυναίκες με φυσικά σκούρα μαλλιά είχαν αυξημένο κίνδυνο για λέμφωμα Hodgkin, ενώ οι γυναίκες με φυσικά ανοικτόχρωμα μαλλιά είχαν αυξημένο κίνδυνο για βασικοκυτταρικό καρκίνωμα.

Οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν τελικά στο συμπέρασμα ότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για καλύτερη κατανόηση των σχέσεων που εντοπίστηκαν, καθώς η μελέτη δεν αποδείκνυε σχέσεις αιτιότητας.

Τελικά, μπορούμε να βάφουμε τα μαλλιά μας ή όχι;

Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα χρειάζονται επιπρόσθετες μελέτες όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αλλά τα βασικά σημεία αυτής της μελέτης υποδεικνύουν ότι η μόνιμη βαφή μαλλιών δεν αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου ή θανάτου από καρκίνου. Ωστόσο, παρότι αυτό το αποτέλεσμα είναι καθησυχαστικό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ορισμένοι τύποι καρκίνου έχουν συσχετιστεί με τις βαφές μαλλιών.

Για να αποφασίσετε λοιπόν, αν θα βάφετε ή όχι τα μαλλιά σας, λάβετε υπόψη το ιατρικό σας ιστορικό και το ιατρικό ιστορικό της οικογένειας σας και σε περίπτωση που έχετε αμφιβολίες, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.