Γήρανση

Βιολογική ηλικία: Τι είναι; Ποιοι παράγοντες την επηρεάζουν;

Η βιολογική ηλικία ενός ανθρώπου, δείχνει το πόσο κακά ή καλά λειτουργεί το σώμα του, συγκριτικά με την χρονολογική πραγματική του ηλικία. Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Ένας άνθρωπος μπορεί χρονολογικά να είναι 65 ετών, αλλά λόγω του υγιεινού και δραστήριου τρόπου ζωής του (διακοπή καπνίσματος και αποφυγή παχυσαρκίας) το σώμα του να λειτουργεί όπως το σώμα κάποιου που χρονολογικά είναι 55 χρονών. Επομένως, η βιολογική του ηλικία είναι τα 55 χρόνια.

Η έννοια της βιολογικής ηλικίας ενσωματώνει αντικειμενικά κριτήρια, όπως ο καρδιακός ρυθμός ηρεμίας, η αρτηριακή πίεση και η οπτική οξύτητα, καθώς και πιο υποκειμενικά κριτήρια, όπως η ευκολία στην εκτέλεση καθημερινών εργασιών, η μυϊκή δύναμη και η γενική κινητικότητα. Επομένως, το να γνωρίζει κάποιος τη βιολογική του ηλικία είναι το ίδιο με το να γνωρίζει πόσο υγιής και δυνατός είναι και εάν διατρέχει κίνδυνο για κάποια ασθένεια, όπως η υπέρταση και ο διαβήτης.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορείτε να προσδιορίσετε τη βιολογική σας ηλικία, αλλά κανένας δεν είναι πραγματικά ακριβής. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την βιολογική ηλικία και κατά συνέπεια βελτιώνουν την υγεία και αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής, τους οποίους μπορείτε να ενσωματώσετε στην καθημερινότητά σας.

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την βιολογική ηλικία του ανθρώπου;

1. Τρόπος ζωής

Οι υγιεινές συνήθειες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη μακροζωία και την βιολογική ηλικία. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν:

  • Άσκηση: Τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα
  • Διατροφικές συνήθειες: Υγιεινή διατροφή, φρούτα και λαχανικά
  • Μείωση άγχους: Μέσω τεχνικών χαλάρωσης, διαλογισμού και γιόγκα
  • Αλκοόλ: Μέτρια κατανάλωση αλκοόλ
  • Επίπεδο εκπαίδευσης: Επηρεάζει την οξύτητα του εγκεφάλου
  • Ύπνος: Ποσότητα και ποιότητα ύπνου
  • Σεξουαλικές σχέσεις
  • Τοξικές ουσίες: Αποφυγή καπνίσματος και έκθεσης σε περιβαλλοντικές τοξίνες

2. Κληρονομικότητα

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την βιολογική ηλικία και τη μακροζωία, που δεν έχει καμία σχέση με τις συνήθειες, είναι η κληρονομικότητα (γονίδια), η οποία είναι εν μέρει υπεύθυνη για την βιολογική ηλικία και τη μακροζωία, όπως συμβαίνει με ορισμένες ασθένειες.

Μια μελέτη της Adventist Health δείχνει ότι οι υγιεινές συνήθειες, όπως η διακοπή του καπνίσματος, ο περιορισμός του αλκοόλ, η τακτική σωματική άσκηση, η αποφυγή ανθυγιεινών τροφών και η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, η αποτελεσματική διαχείριση του στρες, οδηγούν σε μέσο προσδόκιμο ζωής περίπου 86 χρόνια. Ωστόσο, οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση στο προσδόκιμό ζωής υποδηλώνει κληρονομικά γονίδια μακροζωίας. Σε περίπτωση που μέλη της οικογένειάς σας έχουν ζήσει πέραν των 86 χρόνων, τότε το πιθανότερο είναι να ζήσετε και εσείς περισσότερο.

3. Τοποθεσία

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την βιολογική ηλικία ενός ανθρώπου είναι ο τόπος στον οποίο διαμένει. Δεν είναι μυστικό ότι το περιβάλλον και ο πολιτισμός  που ζει κάποιος, ανακλούν τις υγιεινές του συνήθειες. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που ζει σε μια ήσυχη και ασφαλή γειτονιά, πιο εύκολα θα βγει έξω για να ασκηθεί. Επιπρόσθετα, είναι πιο εύκολο να επισκεφτεί τοπικά μικρά καταστήματα που πουλούν φρέσκα προϊόντα αντί για μεγάλα σουπερμάρκετ, άρα αυτόματα η διατροφή του είναι πιο υγιεινή. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ειδικούς, τα άτομα που ζουν σε μικρές και ήσυχες γειτονιές, βιώνουν πολύ λιγότερο άγχος.

Τι γίνεται αν η βιολογική ηλικία είναι μεγαλύτερη από την χρονολογική ηλικία;

Για να αποτρέψετε ένα τέτοιο ανεπιθύμητο ενδεχόμενο, κάντε από νωρίς αλλαγές που ευνοούν την υγεία, όπως:

  • Διακοπή καπνίσματος
  • Κατανάλωση περισσοτέρων φρούτων και λαχανικών
  • Καθημερινό περπάτημα και γενικά άσκηση
  • Διαχειριστείτε το άγχος σας με τεχνικές χαλάρωσης και διαλογισμό


+ 2 πηγές

©2022 WikiHealth All Rights Reserved

How Lifestyle and Habits Affect Biological Aging https://www.verywellhealth.com/what-is-biological-age-2223375

The genetics of extreme longevity: lessons from the New England Centenarian study https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fgene.2012.00277/full