Θηλασμός: Πώς επηρεάζει το μικροβίωμα του βρέφους;

Ο θηλασμός είναι ο καλύτερος τρόπος φυσικής σίτισης ενός βρέφους, καθώς το μητρικό γάλα αποτελεί πλήρη τροφή και βοηθά στη διασφάλιση της καλής υγείας του νεογέννητου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά όλα τα βρέφη να θηλάζουν από την πρώτη ώρα της ζωής τους μέχρι και τουλάχιστον 6 μήνες μετά.

Το μητρικό γάλα, εκτός από την παροχή ενέργειας και θρεπτικών συστατικών που χρειάζεται το βρέφος τους πρώτους μήνες της ζωής του, παρέχει επίσης αντισώματα στο βρέφος που βοηθούν στην προστασία του από πολλές κοινές παιδικές ασθένειες. Ο θηλασμός μπορεί επίσης να προσφέρει σημαντικά οφέλη και στη μητέρα, όπως ο μειωμένος κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.

Τα περισσότερα οφέλη που παρουσιάζει ο θηλασμός φαίνεται πως σχετίζονται με τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του μητρικού γάλακτος.

Τι είναι η μικροχλωρίδα του μητρικού γάλακτος;

Για αρκετές δεκαετίες επικρατούσε η αντίληψη πως το μητρικό γάλα είναι ένα σχεδόν αποστειρωμένο υγρό. Ωστόσο, πρόσφατες ανακαλύψεις έχουν δείξει πως το μητρικό γάλα περιέχει ένα ευρύ φάσμα καλλιεργήσιμων μικροοργανισμών, που είναι γνωστοί ως μικροχλωρίδα του μητρικού γάλακτος. Η πλειονότητα των βακτηρίων που έχουν απομονωθεί από το μητρικό γάλα ανήκουν στα γένη Staphylococcus, Streptococcus, Lactobacillus και Bifidobacterium.

Ένα βρέφος καταναλώνει συνήθως κατά μέσο όρο 800 mL μητρικού γάλακτος ημερησίως, με αποτέλεσμα οι ερευνητές να εκτιμούν πως, μέσω αυτού, το βρέφος καταναλώνει επίσης 105-107 ευεργετικά βακτήρια καθημερινά.

Παρόλο που η προέλευση των βακτηρίων αυτών στο ανθρώπινο μητρικό γάλα δεν είναι γνωστή, μελέτες έχουν δείξει πως η παρουσία τους σχετίζεται άμεσα με την περιγεννητική περίοδο, δηλαδή την περίοδο από το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μέχρι και μετά τη γέννηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της γαλουχίας.

Μερικές θεωρίες για την προέλευση της μικροχλωρίδας του μητρικού γάλακτος αναφέρουν ως πιθανό τον αποικισμό των μικροοργανισμών από το δέρμα της μητέρας, τη στοματική κοιλότητα του βρέφους κατά τη διάρκεια του θηλασμού ή το γαστρεντερικό σύστημα της μητέρας μέσω της εντερο-μαστικής οδού.

Τι επηρεάζει τη σύσταση της μικροχλωρίδας του μητρικού γάλακτος;

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του μητρικού γάλακτος, όπως:

  • Γενετικοί παράγοντες
  • Το εάν το βρέφος γεννήθηκε κολπικά ή με καισαρική τομή
  • Η χρήση αντιβιοτικών από τη μητέρα
  • Η διατροφή της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και μετά τον τοκετό
  • Η ώρα της ημέρας
  • Το στάδιο της γαλουχίας
  • Η γεωγραφική περιοχή, όπου μένει η μητέρα και το βρέφος

Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη μικροχλωρίδα του δέρματος, της στοματικής κοιλότητας, του κόλπου και του γαστρεντερικού σωλήνα της μητέρας, αλλά και το μικροβίωμα του βρέφους.

Η σημασία των παραγόντων αυτών έχει οδηγήσει τους ερευνητές στην διερεύνηση πιθανών μεθόδων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη ρύθμιση της σύνθεσης της μικροχλωρίδας του μητρικού γάλακτος. Για παράδειγμα, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι μια μητρική διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση του μικροβιώματος του νεογνού. Ως εκ τούτου, η προσαρμογή των διατροφικών συνηθειών μιας γυναίκας στην εγκυμοσύνη μπορεί να είναι ένα καλός τρόπος για τη μείωση του κινδύνου ορισμένων ασθενειών στα βρέφη, που μπορεί να προκύψουν λόγω ανισορροπιών στο μικροβίωμα τους.

Επιπλέον, ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) μιας γυναίκας έχει συσχετιστεί με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βακτηρίων από τα γένη Lactobacillus και Staphylococcus, αλλά μικρότερη αυτών του γένους Bifidobacterium στο μητρικό γάλα.

Η μέθοδος τοκετού έχει συσχετιστεί επίσης με αλλαγές στη μικροχλωρίδα του ανθρώπινου μητρικού γάλακτος. Σύμφωνα με μια μελέτη, το μητρικό γάλα γυναικών που έχουν υποβληθεί σε εκλεκτική καισαρική τομή έχει πιθανώς χαμηλότερες συγκεντρώσεις βακτηρίων του γένους Leuconostoc και Weisella, αλλά υψηλότερες συγκεντρώσεις βακτηρίων του γένους Acinetobacter, σε σύγκριση με γυναίκες που έχουν γεννήσει κολπικά. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές στη μικροχλωρίδα του μητρικού γάλακτος θεωρείται πως δεν οφείλονται στη διαδικασία αυτή καθ’ αυτή, αλλά αντιθέτως είναι αποτέλεσμα της απουσίας του φυσιολογικού στρες και της ορμονικής σηματοδότησης που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του φυσικού τοκετού και συμβάλουν στη μεταφορά ορισμένων μικροοργανισμών στο στήθος της γυναίκας.

Πώς επηρεάζει το μητρικό γάλα την ανάπτυξη του μικροβιώματος του βρέφους;

Κατά τη γέννηση, το μικροβίωμα του βρέφους δεν έχει μεγάλη ποικιλομορφία, με αποτέλεσμα να αποτελείται κυρίως από εντεροβακτηρίδια του γένους Enterobacteriaceae. Σύμφωνα με μελέτες, οι ανισορροπίες στο βακτηριακό αποικισμό της γαστρεντερικής οδού των βρεφών μπορεί να συμβάλουν σε βραχυπρόθεσμους, αλλά και μακροπρόθεσμους κινδύνους διαφόρων ασθενειών, όπως η νεκρωτική εντεροκολίτιδα, η κοιλιοκάκη, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Αντιθέτως, η σωστή ισορροπία του μικροβιώματος κατά τη βρεφική ηλικία έχει αποδειχθεί πως μειώνει τον κίνδυνο άσθματος, αλλεργιών, αλλά και ορισμένων αυτοάνοσων ασθενειών.

Το μητρικό γάλα, εκτός από την άμεση εισαγωγή βακτηρίων στο γαστρεντερικό σωλήνα, περιέχει επίσης βιομόρια, όπως γλυκάνες, πρωτεΐνες και ολιγοσακχαρίτες (ΗΜΟs), που βοηθούν στην ανάπτυξη του βρεφικού μικροβιώματος.

Παραπάνω από 200 διαφορετικοί ολιγοσακχαρίτες έχουν εντοπιστεί στο ανθρώπινο μητρικό γάλα, οι οποίοι λόγω της ανθεκτικότητάς τους στην ενζυμική υδρόλυση, που πραγματοποιείται στην ανώτερη γαστρεντερική οδό, έχουν την ικανότητα να εισέρχονται στο εντερικό βλεννογόνο και να λειτουργούν ως πηγή ενέργειας για διάφορα ευεργετικά βακτήρια. Ως εκ τούτου, οι ολιγοσακχαρίτες στο μητρικό γάλα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εντερικής μικροχλωρίδας στα μικρά βρέφη, καθώς συμβάλουν στην ομοιόσταση των μικροοργανισμών της.

Η μεταφορά αντισωμάτων στο βρέφος, μέσω του μητρικού γάλακτος, παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος του νεογνού. Συγκεκριμένα, η ανοσοσφαιρίνη Α (IgA) που βρίσκεται στο μητρικό γάλα έχει φανεί ζωτικής σημασίας για τη ρύθμιση του μικροβιώματος του βρέφους, ενώ συνεισφέρει επίσης και στην ικανότητα της ανοσοσφαιρίνης G (IgG) να προστατεύει από επιβλαβή παθογόνα.

Λίβια Σάλζι

Η Λίβια Σάλζι είναι απόφυτος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.  Επιτέλεσε την πτυχιακή της μελέτη στο Εργαστήριο Γενετικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: " Βιοπληροφορική και εξελικτική μελέτη του ανθρώπινου υποδοχέα των κορτικοειδών". Στο εν λόγω εργαστήριο επιτέλεσε και την πρακτική της άσκηση. 

Recent Posts

Τι ισχύει για το αλκαλικό νερό και τους ισχυρισμούς του για την υγεία;

Το νερό είναι αναπόσπαστο μόριο της ζωής μας, απαραίτητο για την επιβίωση. Ωστόσο, τα τελευταία…

23 ώρες ago

Σχεδιάζεται νέο φάρμακο κατά της πείνας για την απώλεια βάρους!

Οι επιστήμονες είναι πλέον ένα βήμα πιο κοντά στην ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας φαρμάκων για…

2 ημέρες ago

Ιλαρά: Ποια άτομα πρέπει να κάνουν ενισχυτικό εμβόλιο;

Οργανισμοί υγείας, ανάμεσά τους η Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία (AMA) και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης…

3 ημέρες ago

Σπρέι μαγνησίου: Βελτιώνει τον ύπνο; Τι πρέπει να ξέρετε;

Αν υποφέρετε από αϋπνία, σίγουρα κάθε βράδυ θα διακατέχεστε από την ανησυχία μήπως και τελικά…

4 ημέρες ago

Ψυχική υγεία: Ποια σημάδια δηλώνουν ότι πρέπει να πάρετε αντικαταθλιπτικά;

Η ψυχική υγεία είναι ένα ταξίδι μοναδικό για κάθε άτομο. Σε αυτό το ταξίδι, η…

5 ημέρες ago

Τεχνητή νοημοσύνη εναντίον γιατρού: Ποιος κερδίζει στην παροχή ακριβών ιατρικών πληροφοριών;

Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία μεταμορφώνει ραγδαία κάθε πτυχή της ζωής μας, ο τομέας…

6 ημέρες ago